- κάγκελ(λ)ο
- το решётка, ограда; перила;
βρίσκομαι πίσω απ' τα κάγκελ(λ)α — быть за решёткой (о заключённом)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
βρίσκομαι πίσω απ' τα κάγκελ(λ)α — быть за решёткой (о заключённом)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
καγκελ(λ)οειδώς — (Μ) επίρρ. καγκελωτά, σαν κάγκελο. [ΕΤΥΜΟΛ. < *καγκελ(λ)οειδής (< κάγκελ[λ]ον + ειδης)] … Dictionary of Greek
καγκελ(λ)άρης — ο (Μ καγκελ[λ]άρης) καγκελάριος· [ΕΤΥΜΟΛ. < καγκελάριος (πρβλ. Αντώνιος > Αντώνης)] … Dictionary of Greek
κάγκελο — το (AM κάγκελ[λ]ον) 1. ξύλινη ή σιδερένια ράβδος που μαζί με άλλες, τοποθετημένες σε μικρή απόσταση, σχηματίζει φράχτη, η κιγκλίδα, το δρύφακτο* 2. στον πληθ. τα κάγκελα φράχτης, παραπέτο που σχηματίζεται από ξύλινες ή σιδερένιες ράβδους και… … Dictionary of Greek
καγκελάριος — Αξίωμα που πρωτοεμφανίστηκε στους ρωμαϊκούς χρόνους και κατά τον Μεσαίωνα υπήρξε αντίστοιχο του πρωθυπουργού (διατηρείται και σήμερα σε ορισμένες ευρωπαϊκές χώρες όπως η Γερμανία και η Αυστρία) ή του υπουργού Εξωτερικών. Βλ. λ. καγκελαρία. Στη… … Dictionary of Greek
καγκελαρία — Το οίκημα όπου στεγάζονται τα γραφεία ή οι υπηρεσίες που διευθύνει ο καγκελάριος· η γραμματεία ξένης πρεσβείας ή προξενείου· το υπούργημα του καγκελάριου· το υπουργείο Εξωτερικών στα κράτη όπου υπάρχει το αξίωμα του καγκελάριου. Η ύπαρξη κ.… … Dictionary of Greek
καγκελωτός — ή, ό (Α καγκελωτός και καγκελλωτός, ή, όν) [κάγκελ(λ)ον] 1. κατασκευασμένος με κάγκελα, από κάγκελα, κιγκλιδωτός 2. αυτός που μοιάζει με κάγκελο … Dictionary of Greek
καμηλωτή — η 1. το δέρμα τής καμήλας 2. κουβέρτα ή ρούχο που φτιάχνεται από τρίχες καμήλας. [ΕΤΥΜΟΛ. < καμήλα + κατάλ. ωτή, θηλ. τού ωτός (πρβλ. αγκυλ ωτός, καγκελ ωτός)] … Dictionary of Greek
καταστολάριο — καταστολάριος, ὁ (AM) (στους Βυζαντινούς) μίμος γελωτοποιός με ποικιλόχρωμη στολή, είδος παλιάτσου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατα στολή «περιβολή, ενδυμασία» + κατάλ. άριος (< λατ. arius), πρβλ. καγκελ άριος, ταβλ άριος] … Dictionary of Greek